- κινησίπολος
- κῑνησί-πολος, ον,A heaven-shaking, PMag.Par.1.1372.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κινησιπόλους — κινησίπολος heaven shaking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)